- μικροπυροτεχνία
- ητεχνολ. μέθοδος μελέτης τών εκρηκτικών υλών, η οποία γίνεται συνήθως με τη βοήθεια μικροσκοπίου και συνίσταται στον πειραματισμό με πολύ μικρές ποσότητες εκρηκτικής ύλης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. micropyrotechnie].
Dictionary of Greek. 2013.